Übungsarbeit
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τεστNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ασκήσεωνÜbungsarbeit Schulwesen | σχολική εκπαίδευσηSCHULEÜbungsarbeit Schulwesen | σχολική εκπαίδευσηSCHULE