überschreiben
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μεταβιβάζω, μεταγράφωüberschreiben Rechtswesen | νομικός όροςJURüberschreiben Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- αντικαθιστώüberschreiben Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTüberschreiben Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT