„übermitteln“: transitives Verb übermittelntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαβιβάζω, μεταδίδω διαβιβάζω, μεταδίδω (jemandem etwas κάτι σε κάποιον) übermitteln übermitteln