„übergeordnet“: Adjektiv übergeordnetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γονικός φάκελος examples übergeordneter Ordner Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT γονικός φάκελοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m übergeordneter Ordner Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT