„Übergangsfrist“: Femininum, weiblich ÜbergangsfristFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεταβατική περίοδος μεταβατική περίοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f Übergangsfrist Übergangsfrist