überfliegen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υπερίπταμαι, περιίπταμαιüberfliegenüberfliegen
- ξεφυλλίζωüberfliegen auch | και, επίσηςa. Buch in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigüberfliegen auch | και, επίσηςa. Buch in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig