„Überdruss“: Maskulinum, männlich ÜberdrussMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-es> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χορτασμός, κορεσμός χορτασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Überdruss κορεσμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Überdruss Überdruss examples zu allem Überdruss σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα zu allem Überdruss