„überblicken“: transitives Verb überblickentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σχηματίζω μια γενική εικόνα σχηματίζω μια γενική εικόνα überblicken Übersicht haben überblicken Übersicht haben