„Tupfer“: Maskulinum, männlich TupferMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απορροφητικό μάκτρο πληγής απορροφητικό μάκτροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n πληγής Tupfer Tupfer