„Trotzphase“: Femininum, weiblich TrotzphaseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περίοδος ανυπακοής περίοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f ανυπακοής Trotzphase Trotzphase