„Trockendock“: Neutrum, sächlich TrockendockNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μόνιμη δεξαμενή μόνιμη δεξαμενήFemininum, weiblich | θηλυκό f Trockendock Trockendock