„Trasse“: Femininum, weiblich TrasseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γραμμή, οδική αρτηρία γραμμήFemininum, weiblich | θηλυκό f Trasse οδική αρτηρίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Trasse Trasse