„trampen“: intransitives Verb trampenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάνω οτοστόπ, ταξιδεύω με οτοστόπ κάνω οτοστόπ, ταξιδεύω με οτοστόπ trampen trampen