„Trainingszeit“: Femininum, weiblich TrainingszeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χρόνος πρακτικής εξάσκησης χρόνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m πρακτικής εξάσκησης Trainingszeit Trainingszeit