„tödlich“: Adjektiv tödlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θανατηφόρος, θανάσιμος θανατηφόρος, θανάσιμος tödlich Schlag, Krankheit tödlich Schlag, Krankheit