„Tintenstift“: Maskulinum, männlich TintenstiftMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανεξίτηλο μελάνι ανεξίτηλο μελάνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Tintenstift Tintenstift