„temperaturbeständig“: Adjektiv temperaturbeständigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανθεκτικός σε ακραίες θερμοκρασίες ανθεκτικός σε ακραίες θερμοκρασίες temperaturbeständig temperaturbeständig