Teilung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (δια)χωρισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mTeilungTeilung
- διαίρεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fTeilung auch | και, επίσηςa. Mathematik | μαθηματικάMATHTeilung auch | και, επίσηςa. Mathematik | μαθηματικάMATH
- καταμερισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m εργασίαςTeilung ArbeitsteilungTeilung Arbeitsteilung