„Taubenzucht“: Femininum, weiblich TaubenzuchtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκτροφή περιστεριών εκτροφήFemininum, weiblich | θηλυκό f περιστεριών Taubenzucht Taubenzucht