„Tatmotiv“: Neutrum, sächlich TatmotivNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κίνητρο εγκλήματος κίνητροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n εγκλήματος Tatmotiv Tatmotiv