Tandler
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr, TandlerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österrOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- έμποροςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f μεταχειρισμένων ειδώνTandlerTandler