„Stunt“: Maskulinum, männlich StuntMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επικίνδυνο τέχνασμα επικίνδυνο τέχνασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stunt Stunt