„Studierte(r)“: Maskulinum und Femininum StudierteMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n> umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απόφοιτος πανεπιστημίου, απόφοιτη πανεπιστημίου απόφοιτοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m πανεπιστημίου, απόφοιτηFemininum, weiblich | θηλυκό f πανεπιστημίου Studierte(r) Studierte(r)