„Stuckdecke“: Femininum, weiblich StuckdeckeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ταβάνι φορτωμένο γύψινα στολίδια ταβάνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n φορτωμένο γύψινα στολίδια Stuckdecke Stuckdecke