„Streikende(r)“: Maskulinum und Femininum StreikendeMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απεργός απεργόςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Streikende(r) Streikende(r)