„Streichinstrument“: Neutrum, sächlich StreichinstrumentNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έγχορδο όργανο με δοξάρι έγχορδο όργανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n με δοξάρι Streichinstrument Streichinstrument