„Strafarbeit“: Femininum, weiblich StrafarbeitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιπλέον εργασία για τιμωρία επιπλέον εργασίαFemininum, weiblich | θηλυκό f για τιμωρία Strafarbeit Schulwesen | σχολική εκπαίδευσηSCHULE Strafarbeit Schulwesen | σχολική εκπαίδευσηSCHULE