„Strafanstalt“: Femininum, weiblich StrafanstaltFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σωφρονιστικό ίδρυμα σωφρονιστικό ίδρυμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Strafanstalt Strafanstalt