„Stoppschild“: Neutrum, sächlich StoppschildNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πινακίδα υποχρεωτικής στάσης πινακίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f υποχρεωτικής στάσης Stoppschild Stoppschild