„stolz“: Adjektiv stolzAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περήφανος (υ)περήφανος stolz stolz examples stolz sein καμαρώνω (auf+Akkusativ | +αιτιατική +akk για) stolz sein stolz sein (υ)περηφανεύομαι (auf+Akkusativ | +αιτιατική +akk για) stolz sein
„Stolz“: Maskulinum, männlich StolzMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-es> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καμάρι, καμάρι, περηφάνια (υ)περηφάνιαFemininum, weiblich | θηλυκό f Stolz καμάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stolz Stolz καμάριNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stolz der Familie Stolz der Familie