„Stövchen“: Neutrum, sächlich StövchenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιτραπέζιο καμινέτο επιτραπέζιο καμινέτοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stövchen Stövchen