„Stirnband“: Neutrum, sächlich StirnbandNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -bänder> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κορδέλα για το μέτωπο κορδέλαFemininum, weiblich | θηλυκό f για το μέτωπο Stirnband Stirnband