„Steingut“: Neutrum, sächlich SteingutNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κεραμικά κεραμικάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Steingut Steingut