Stau
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κυκλοφοριακή συμφόρησηFemininum, weiblich | θηλυκό fStau VerkehrsstauStau Verkehrsstau
- μποτιλιάρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nStau umgangssprachlich | οικείοumgStau umgangssprachlich | οικείοumg