„statuieren“: transitives Verb statuierentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t gehobener Sprachgebrauch | εξευγενισμένος τρόπος έκφρασηςgeh Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τιμωρώ κάποιον προς παραδειγματισμό των άλλων examples ein Exempel an jemandem statuieren τιμωρώ κάποιον προς παραδειγματισμό των άλλων ein Exempel an jemandem statuieren