„Stätte“: Femininum, weiblich StätteFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τόπος, μέρος, χώρος τόποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Stätte μέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stätte Stätte χώροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Stätte Stätte