„Spuk“: Maskulinum, männlich SpukMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στοιχειό, φάντασμα στοιχειόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Spuk φάντασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Spuk Spuk