„Sprungschanze“: Femininum, weiblich SprungschanzeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βατήρας άλματος με σκι βατήραςMaskulinum, männlich | αρσενικό m άλματος με σκι Sprungschanze Sprungschanze