„Sprachreise“: Femininum, weiblich SprachreiseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ταξίδι για εκμάθηση γλώσσας ταξίδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n για εκμάθηση γλώσσας Sprachreise Sprachreise