„Sperrmüll“: Maskulinum, männlich SperrmüllMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ογκώδη απορρίμματα ογκώδη απορρίμματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Sperrmüll Sperrmüll