„Spargelcremesuppe“: Femininum, weiblich SpargelcremesuppeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κρεμώδης σούπα από σπαράγγια κρεμώδης σούπαFemininum, weiblich | θηλυκό f από σπαράγγια Spargelcremesuppe Spargelcremesuppe