„Spätlese“: Femininum, weiblich SpätleseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κρασί από τον τελευταίο τρύγο κρασίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n από τον τελευταίο τρύγο Spätlese Spätlese