„Sozialabbau“: Maskulinum, männlich SozialabbauMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περιορισμός κοινωνικών παροχών περιορισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m κοινωνικών παροχών Sozialabbau Sozialabbau