Sorgerecht
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- γονική μέριμναFemininum, weiblich | θηλυκό fSorgerecht Rechtswesen | νομικός όροςJURSorgerecht Rechtswesen | νομικός όροςJUR