„Sonnenmilch“: Femininum, weiblich SonnenmilchFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντιηλιακό γαλάκτωμα αντιηλιακό γαλάκτωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sonnenmilch Sonnenmilch