„Sightseeing“: Neutrum, sächlich SightseeingNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) περιήγηση στα αξιοθέατα περιήγησηFemininum, weiblich | θηλυκό f στα αξιοθέατα Sightseeing Sightseeing