Sentimentalität
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- συναισθηματισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSentimentalität häufig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejαισθηματικότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fSentimentalität häufig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejSentimentalität häufig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej