„Senfgurke“: Femininum, weiblich SenfgurkeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αγγουράκι τουρσί με σπόρους σιναπιού αγγουράκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n τουρσί με σπόρους σιναπιού Senfgurke Senfgurke