Schwarzseher
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- απαισιόδοξοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSchwarzseherSchwarzseher
- άτομο που βλέπει τηλεόραση χωρίς να πληρώνει τέληSchwarzseher Fernsehen | τηλεόρασηTVSchwarzseher Fernsehen | τηλεόρασηTV