„Schutzfärbung“: Femininum, weiblich SchutzfärbungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προστατευτικός χρωματισμός προστατευτικός χρωματισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Schutzfärbung Schutzfärbung